- μετεκδυομαι
- μετεκδύομαιμετ-εκδύομαιдосл. переодеваться, перен. совлекать с себя, т.е. менять
(τέν ἑαυτοῦ φύσιν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέν ἑαυτοῦ φύσιν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετεκδύομαι — (Α) 1. βγάζω τα ενδύματά μου και φορώ άλλα 2. αλλάζω χαρακτήρα ή φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐκ δύομαι «βγάζω τα ρούχα μου»] … Dictionary of Greek
μετεκδῦναι — μετεκδύομαι pull off one s own clothes and put on others aor inf act μετεκδύομαι pull off one s own clothes and put on others aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκδῦσα — μετεκδύομαι pull off one s own clothes and put on others aor part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκδύεσθαι — μετεκδύομαι pull off one s own clothes and put on others pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκδύοντες — μετεκδύομαι pull off one s own clothes and put on others pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέκδυμα — μετέκδυμα, τὸ (Α) [μετεκδύομαι] μτφ. στον πληθ. τὰ μετεκδύματα α) ενδύματα τα οποία αλλάζει κάποιος το ένα μετά το άλλο β) αλλαγές τής ενδυμασίας («πολλά τύφου μετεκδύματα ὑπόκειται», Στοβ.) … Dictionary of Greek
μετεκδυσάμενοι — μετεκδῡσάμενοι , μετεκδύομαι pull off one s own clothes and put on others aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκδύς — μετεκδύ̱ς , μετεκδύομαι pull off one s own clothes and put on others aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)